- βασταγός
- ο , βασταγούρα η1) опора; колонна; столб; стойка; 2) осёл, ослица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βασταγός — και βασταός και βαστάος, ο 1. ο γάιδαρος 2. τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς αγρού 3. όριο αγρού 4. πληθ. οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασταγός < (ρ) βαστάζω (πρβλ. αρμεγός < αρμέγω, φευγός < φεύγω κ.ά.). Ο τονισμός πιθ. κατά τα… … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
βασταγούρα — η η γαϊδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βασταγός, με επίδραση και του συνωνύμου γαϊδούρα] … Dictionary of Greek
βασταγούρι — το 1. το γαϊδούρι 2. ο κηλεπίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βασταγός, με επίδραση και του συνωνύμου γαϊδούρι] … Dictionary of Greek